τρεπτικῶς

τρεπτικῶς
τρεπτικός
causing change in
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρεπτικός — ή, όν, Α [τρεπτός] 1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.) 2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.). επίρρ... τρεπτικῶς ΜΑ με περίπλοκο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”